ομοούσιος

ομοούσιος
-α, -ο (ΑΜ ὁμοούσιος, -ον)
1. αυτός που σύγκειται από την ίδια ουσία με κάποιον άλλο, αυτός που έχει την ίδια φύση
2. φρ. «ομοούσιος τῳ πατρί»
εκκλ. (για τον Ιησού Χριστό) αυτός που έχει την ίδια ουσία με τον πατέρα, αυτός που είναι κατά φύσιν θεός και φύσει μέτοχος τής θείας ουσίας
3. το ουδ. ως ουσ. το ομοούσιον
εκκλ. όρος που χρησιμοποιήθηκε από την Α' Οικουμενική Σύνοδο (325) για να δηλώσει την ταυτότητα τής ουσίας τών τριών προσώπων τής Αγίας Τριάδος, δηλαδή τού Πατρός, τού Υιού και τού Αγίου Πνεύματος, σε αντιδιαστολή προς την αιρετική διδασκαλία τού Αρείου, ο οποίος διέκρινε τον Πατέρα από τον Υιό και θεωρούσε τον Υιό ως δημιούργημα τού Πατρός
νεοελλ.
φρ. α) «τριάς ομοούσιος και αχώριστος»
μτφ. τρία άτομα που συνδέονται με στενή φιλία και είναι αχώριστα
β) «τόν άγγιξε στο ομοούσιο» — τόν έθιξε καίρια στην πιο ευαίσθητη χορδή του
γ) «έσφαλε στο ομοούσιο» — διέπραξε ανεπανόρθωτο σφάλμα.
επίρρ...
ομοουσίως (ΑΜ)
κατά την ίδια ουσία
αρχ.
με ομοούσιο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)-* + -ούσιος (< ουσία)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ὁμοούσιος — consubstantial masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ομοούσιος — α, ο αυτός που έχει την ίδια ουσία, την ίδια φύση με κάποιον άλλο: Ο Χριστός είναι ομοούσιος με το Θεό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὁμοουσίως — ὁμοούσιος consubstantial adverbial ὁμοούσιος consubstantial masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοούσιον — ὁμοούσιος consubstantial masc/fem acc sg ὁμοούσιος consubstantial neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοουσίοις — ὁμοούσιος consubstantial masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοουσίου — ὁμοούσιος consubstantial masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοουσίους — ὁμοούσιος consubstantial masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοουσίων — ὁμοούσιος consubstantial masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοουσίῳ — ὁμοούσιος consubstantial masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοούσια — ὁμοούσιος consubstantial neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”